- γληχωνίτης
- γληχωνίτηςprepared withmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γληχωνίτης — γληχωνίτης, ο (Α) [γλήχων] κρασί αρωματισμένο με γλήχωνα … Dictionary of Greek